- ὁμαίμιος
- ὁμαίμιος1 of one's own blood ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίου (ὁμαιμίοις coni. Schr.) N. 6.16
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ομαίμιος — ὁμαίμιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. όμαιμος … Dictionary of Greek
ὁμαιμίοις — ὁμαίμιος related by blood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμαιμος — η, ο (Α ὅμαιμος, ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, ον) ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.) αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμος αδελφός, αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ.… … Dictionary of Greek