ὁμαίμιος

ὁμαίμιος
ὁμαίμιος
1 of one's own blood ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων πατροπάτορος ὁμαιμίου (ὁμαιμίοις coni. Schr.) N. 6.16

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομαίμιος — ὁμαίμιος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. όμαιμος …   Dictionary of Greek

  • ὁμαιμίοις — ὁμαίμιος related by blood masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμαιμος — η, ο (Α ὅμαιμος, ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, ον) ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.) αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμος αδελφός, αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”